ῥητινώδη

ῥητινώδη
ῥητινώδης
resinous
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
ῥητινώδης
resinous
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
ῥητινώδης
resinous
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • STORAX — apud Terentium in Adelphis, Act. 1. sc. 1. v. 1. Storax, non rediit hâc nocte a cena Aeschinus: nomen pueri est, ab odore, ut ait Donatus. Στύραξ nimirum in Graeca fabula hic puer vocabatur. Est autem Storax, uti Virgilius vocat in Scylla: Et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μελλίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο ορυκτό οργανικό άλας τού αργιλίου και τού μελλιτικού οξέος, με απαλό κιτρινοκάστανο χρώμα και με ρητινώδη λάμψη …   Dictionary of Greek

  • οπάλιος — και οπάλλιος, ο (Α ὀπάλλιος) ορυκτό ένυδρο διοξείδιο τού πυριτίου το οποίο αποτελεί υπομικροκρυσταλλική ποικιλία τού χριστοβαλίτη και είναι κατά βάσιν άχρωμο αλλά απαντά συνήθως σε προσμίξεις, που τού προσδίδουν αδιαφανή χρώματα, τα οποία… …   Dictionary of Greek

  • ουρία — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • ούρια — I Οργανική χημική ένωση, διαμίδιο του ανθρακικού οξέος CO(NH2)2, το οποίο περιέχεται στα ούρα των θηλαστικών (στον άνθρωπο περίπου 2%), στο αίμα, στο γάλα και σε πολλά φυτά. Ονομάζεται και καρβαμίδιο. Την ανακάλυψε στα ανθρώπινα ούρα ο Ρουέλ το… …   Dictionary of Greek

  • πισσόλιθος — Ηφαιστειακή ύαλος με περιεκτικότητα νερού μέχρι 10%. Έχει χρώμα μαύρο, κόκκινο ή ανοιχτό πράσινο με λιπαρή στιλπνότητα. Περιέχει μικρόλιθους και μερικές φορές εγκλείσεις. Οι π. διακρίνονται σε λιπαριτικούς, τραχειτικούς, διαβασικούς και… …   Dictionary of Greek

  • ποδόφυλλο — (podophyllum). Δικότυλο φυτό της οικογένειας των βερβεριδών, με 5 είδη, που ευδοκιμούν στην Αμερική, Ιμαλάια και Κίνα. Είναι πόες πολυετείς και φρυγανώδεις, με ριζωματώδη κορμό, φύλλα στρογγυλά και άνθη λευκά με βαριά μυρουδιά. Ο καρπός τους… …   Dictionary of Greek

  • ταχυλίτης — ο, Ν (πετρογρ.) υαλώδες εκρηξιγενές πέτρωμα, φτωχό σε διοξείδιο τού πυριτίου, με μαύρο χρώμα και πισσώδη ή ρητινώδη λάμψη, το οποίο απαντά μόνο σε συνθήκες γρήγορης ψύξης …   Dictionary of Greek

  • Ανταμάνιοι — Πυγμαίοι των νήσων Ανταμάν, νεγροειδούς φυλής. Έχουν σκούρο δέρμα, μικρό ανάστημα (κάτω από 1,50 μ.), πλατύ κορμό στις πλάτες και στενό στη λεκάνη, κοντούς βραχίονες και μηρούς, πολύ κατσαρά μαλλιά και περιορισμένη χωρητικότητα κρανίου (1.200 κ.… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”